- Κοίλιο
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 130 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού, 75 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλιοκάκη — η ιατρ. διαταραχή τής εντερικής απορρόφησης λόγω δυσανεξίας στη γλουτένη, η οποία παρατηρείται προπαντός στα βρέφη και προκαλεί κυρίως υπερβολική διάρροια, κοιλιακό μετεωρισμό και υποθρεψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ.… … Dictionary of Greek
κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… … Dictionary of Greek
κοιλιοχορδοφάσα — κοιλιοχορδοφάσα, ἡ (Μ) (για την αλεπού) αυτή που καταβροχθίζει κοιλιές και έντερα («μαγγαναρέα, μιαρή, κοιλιοχορδοφάσα», Διήγ. Παιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιό χορδα «κοιλιές και εντόσθια» + φάσα (< φαγούσα, θηλ. μτχ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού τρώγω), τ … Dictionary of Greek
νεκρολάτρης — ο (Α νεολάτρης) αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης, κοιλιο λάτρης)] … Dictionary of Greek
χρεωλυτώ — και χρεολυτῶ, έω, Α 1. εξοφλώ χρέος 2. φρ. «χρεωλυτῶ τὸν μισθόν» εξοφλώ οφειλόμενους μισθούς (Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος */χρέως + λυτῶ (< λύτης < λύω), πρβλ. κοιλιο λυτῶ] … Dictionary of Greek